-
1 εχέτρωσις
-
2 ἐχέτρωσις
-
3 ἐχέτρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέτρωσις
-
4 εχετρώσιος
-
5 ἐχετρώσιος
-
6 εχέτρωσιν
-
7 ἐχέτρωσιν
См. также в других словарях:
εχέτρωσις — ἐχέτρωσις, ἡ (Α) το φυτό βρυωνία η κρητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + τρωσις (πιθ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω) … Dictionary of Greek
ἐχέτρωσις — Bryonia cretica fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχετρώσιος — ἐχέτρωσις Bryonia cretica fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχέτρωσιν — ἐχέτρωσις Bryonia cretica fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)