Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐχέτρωσις

См. также в других словарях:

  • εχέτρωσις — ἐχέτρωσις, ἡ (Α) το φυτό βρυωνία η κρητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + τρωσις (πιθ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω) …   Dictionary of Greek

  • ἐχέτρωσις — Bryonia cretica fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχετρώσιος — ἐχέτρωσις Bryonia cretica fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχέτρωσιν — ἐχέτρωσις Bryonia cretica fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»