-
1 ἐχόντως
ἐχόντως, adv. zu ἔχων, nur ἐχόντως νοῦν, = νουνεχόντως, Plat. Legg. III, 686 e, wonach Phil. 64 a gesagt ist ἐμφρόνως καὶ ἐχόντως ἑαυτὸι τὸν νοῦν φήσομεν ἀποκρίνασϑαι, verständiger Weise.
-
2 νουν-εχόντως
νουν-εχόντως (wie von νουνέχω gebildet, Plat. sagt νοῦν ἐχόντως; vgl. Lob. zu Phryn. 599. 604), verständiger Weise, Ggstz von ἀφρόνως, Isocr. 5, 7.
-
3 προς-εχόντως
προς-εχόντως, adv. part. praes. von προςέχω, mit Aufmerksamkeit, Sp.
-
4 λογον-εχόντως
λογον-εχόντως, wie νουνεχόντως gebildet, vernünftig, Isocr. 7, 60.
-
5 ὑπερ-εχόντως
ὑπερ-εχόντως, adv. part. praes. act. von ὑπερέχω, vorzüglich, Eustath.
-
6 λογονεχόντως
λογον-εχόντως, gebildet, vernünftig -
7 νουνεχόντως
νουν-εχόντως, verständiger Weise, Ggstz von ἀφρόνως -
8 προςεχόντως
-
9 ὑπερεχόντως
См. также в других словарях:
εχόντως — ἐχόντως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχω) φρ. «ἐχόντως νοῡν» νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος τού έχω*] … Dictionary of Greek
ἐχόντως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουνεχόντως — (Α) επίρρ. συνετά, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε όντως (πρβλ. προ εχόντως, υπερ εχόντως)] … Dictionary of Greek