Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐχθο-δοπός

См. также в других словарях:

  • εχθοδαπός — ἐχθοδαπός, όν (Α) επιγρ. ξένος, αλλοδαπός, εχθρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δαπος. Το β συνθετικό κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός*. Κατ άλλη άποψη διαφορετικός τ. τού εχθο δοπός* με το β συνθετικό πάλι κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός] …   Dictionary of Greek

  • εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»