-
1 εχεφρονως
разумно, рассудительно Diod. -
2 εχεφρόνως
-
3 ἐχεφρόνως
-
4 ἐχέ-φρων
ἐχέ-φρων, ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαϑός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.
См. также в других словарях:
ἐχεφρόνως — ἐχέφρων sensible adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχέφρων — ον (ΑΜ ἐχέφρων, ον) αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον η σύνεση, η φρόνηση. επίρρ... εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως) με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.… … Dictionary of Greek