Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐχεπευκής

См. также в других словарях:

  • εχεπευκής — ἐχεπευκής, ές (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ » έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.) 2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α σύνθ. εχε * (< έχω I) και… …   Dictionary of Greek

  • ἐχεπευκής — pungo) sharp masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεπευκῆ — ἐχεπευκής pungo) sharp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐχεπευκής pungo) sharp masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐχεπευκής pungo) sharp masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεπευκές — ἐχεπευκής pungo) sharp masc/fem voc sg ἐχεπευκής pungo) sharp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεπευκέος — ἐχεπευκής pungo) sharp masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχέπικρος — ἐχέπικρος, ον (Μ) (κατά τον Ευστ.) εχεπευκής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + πικρός] …   Dictionary of Greek

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἐχεπευκέι — ἐχεπευκέϊ , ἐχεπευκής pungo) sharp dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»