-
1 εχειραγωγούντο
-
2 ἐχειραγωγοῦντο
См. также в других словарях:
ἐχειραγωγοῦντο — χειραγωγέω lead by the hand imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εχειραγωγούντο
2 ἐχειραγωγοῦντο
ἐχειραγωγοῦντο — χειραγωγέω lead by the hand imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)