Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐχεγγύως

См. также в других словарях:

  • ἐχεγγύως — ἐχέγγυος having given adverbial ἐχέγγυος having given masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχέγγυος — ο (ΑΜ ἐχέγγυος, ον) 1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» επειδή πίστεψαν στην ποινή τού θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»