-
1 ἐχέ-πωλος
ἐχέ-πωλος, Pferde, Fohlen enthaltend, habend, ἱπποτρόφος, VLL.
-
2 ἐχέπωλος
ἐχέ-πωλος, ον,A having horses, Hsch., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχέπωλος
-
3 ἐχέπωλος
ἐχέ-πωλος, Pferde, Fohlen enthaltend, habend
См. также в других словарях:
εχέπωλος — ἐχέπωλος, ον (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἔχων ἵππους» 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱππικός, ἱπποτρόφος». [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + πώλος «πουλάρι»] … Dictionary of Greek