Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐχέ-πικρος

См. также в других словарях:

  • εχεπευκής — ἐχεπευκής, ές (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ » έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.) 2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α σύνθ. εχε * (< έχω I) και… …   Dictionary of Greek

  • εχέπικρος — ἐχέπικρος, ον (Μ) (κατά τον Ευστ.) εχεπευκής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + πικρός] …   Dictionary of Greek

  • περιπευκής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός 2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός 3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε πευκής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»