-
1 ἐφ-όλκαιον
ἐφ-όλκαιον, τό, das Steuerruder, Od. 14, 350, od. = ἐφόλκιον.
-
2 ὁλκαῖος
ὁλκαῖος, gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange, kriechend, schleichend; Nic. oft, wie Ther. 267, von der Natter ib. 118 παλίγκοτος ἀντομένοισι δάγματι πλειοτέρῃ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν, Schol. ἑλκομένην. οὐράν; dah. ἡ ὁλκαία geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird, αἵϑ' ὑπὸ ταύρου ὁλκαίην ψαίρουσαι ὀλίζωνες φορέονται, Ther. 122; Ap. Rh. 4, 1614; Callim. frg. 547; – τὸ ὁλκαῖον, jeder Theil eines Körpers, der nachgeschleppt wird, auch der Bauch des Schiffes, u. übh. jedes bauchige, weite Gefäß, Wanne, Pokal u. dgl. – Vgl. auch ὁλκεῖον u. ὁλκίον. – Das Wort scheint nur der spätern Dichtersprache anzugehören. – Poll. 6, 99 erkl. ὁλκαῖον, ἐν ᾡ τὰ ἐκπώματα ἐναπονίπτουσιν.
-
3 ὁλκεῖον
-
4 ὁλκαία
-
5 ἐφόλκαιον
ἐφ-όλκαιον, τό, das Steuerruder -
6 ὁλκαῖος
ὁλκαῖος, gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange: kriechend, schleichend; ἡ ὁλκαία geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird; τὸ ὁλκαῖον, jeder Teil eines Körpers, der nachgeschleppt wird, auch der Bauch des Schiffes, u. übh. jedes bauchige, weite Gefäß, Wanne, Pokal -
7 ὁλκεῖον
См. также в других словарях:
ολκαίον — ὁλκαῑον, τὸ (Α) βλ. ολκαίος … Dictionary of Greek
ὁλκαῖον — stern post neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίοιο — ὁλκαῖον stern post neut gen sg (epic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίοις — ὁλκαῖον stern post neut dat pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίοισι — ὁλκαῖον stern post neut dat pl (epic ionic aeolic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίου — ὁλκαῖον stern post neut gen sg ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίων — ὁλκαῖον stern post neut gen pl ὁλκαῖος drawn along fem gen pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκαίῳ — ὁλκαῖον stern post neut dat sg ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόλκαιο — τὸ (Α ἐφόλκαιον) νεοελλ. (πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου») αρχ. πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)] … Dictionary of Greek
ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… … Dictionary of Greek