Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐφ-άμιλλος

См. также в других словарях:

  • άμιλλος — ἅμιλλος, ο (Μ) η άμιλλα* …   Dictionary of Greek

  • ἅμιλλον — ἅμιλλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… …   Dictionary of Greek

  • συνάμιλλος — ον, Α αντίπαλος, ανταγωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εφ άμιλλος] …   Dictionary of Greek

  • ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»