-
1 ανθαμιλλος
-
2 εναμιλλος
2(τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.)
δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. — если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать -
3 εφαμιλλος
21) служащий предметом соревнованияἐ. ἥ εἰς τέν πατρίδα εὔνοια Dem. — соревнование в патриотизме
2) соревнующийся, могущий соперничать, т.е. (почти) равный(τινι Xen., Isocr., Polyb.)
πρὸς δόξαν ἐ. τινι περὴ τὰς συνηγορίας Plut. — оспаривающий у кого-л. славу лучшего адвоката
См. также в других словарях:
άμιλλος — ἅμιλλος, ο (Μ) η άμιλλα* … Dictionary of Greek
ἅμιλλον — ἅμιλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… … Dictionary of Greek
συνάμιλλος — ον, Α αντίπαλος, ανταγωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εφ άμιλλος] … Dictionary of Greek
ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)