Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐφ-ηβικός

См. также в других словарях:

  • ηβικός — ή, ό (Α ἡβικός, ή, όν) [ήβη] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη («ηβική χώρα») 2. ανατ. «ηβική σύμφυση» εύκαμπτη ινοχόνδρινη συνάρθρωση τών δύο ηβικών οστών στη μέση γραμμή τού πρόσθιου κάτω τμήματος τής κοιλιακής χώρας αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ηβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ήβη: Ηβική χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡβικῆς — ἡβικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβική — ἡβικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβικήν — ἡβικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

  • υποηβικός — ή, ό, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την ηβική σύμφυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ηβικός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. sous pubien] …   Dictionary of Greek

  • υφηβικός — ή, ό, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την ηβική χώρα («υφηβική καμπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ηβικός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»