-
1 εισα
-
2 δοθείς
είσα, εν данный;τα δοθέντα данные -
3 αλεις
-
4 αναφθεις
-
5 ανεισα
эп. aor. (только opt. ἀνέσαιμι и part. pl. ἀνέσαντες) посадить, поместить(τινὰ ἐς δίφρον, εἰς εὐνήν Hom.)
-
6 ασθεις
-
7 αφεις
-
8 εζω
1) сажать, усаживать(τινὰ ἐν κλισμοῖσι, ἐπὴ θρόνου или κατὰ θρόνους Hom. и ἐς θρόνον Hom., Her.)
2) помещать(ἐν Ἀθήνης νηῷ Hom.)
; ставить(τινὰ λόχον Hom.)
; устраивать(πυκινὸν λόχον Hom.)
; селить(Φαίακας ἐν Σχερίῃ Hom.)
3) (fut. εἵσομαι, aor. εἱσάμην) воздвигать, строить(ἕσσαι πόλιν Pind.; ἱρὸν εἱσάμενος Her.; ἱερὰ ἑσσάμενοι Thuc.)
4) med. (impf. ἑζόμην, aor. pass. ἥσθην) садиться(εἰνὴ θρόνῳ, ἐπὴ δίφρῳ и κατὰ κλισμούς Hom.; ἐπὴ βάθρον Soph.; ἀμφὴ κλάδοις Eur.)
εἰρεσίας ζυγὸν {. Soph. — садиться на весла;{. τὸ μαντεῖον Aesch. — сидеть в прорицалище, т.е. быть жрицей;ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε Her. — уходите прочь от нас5) med. приседать, наклоняться(Ἕκτωρ ἕζετο Hom.)
; опускаться -
9 εξεις
-
10 εφεισα
[aor. 1 к inf. ἐφέσσαι См. εφεσσαι] (aor. med. ἐφεσσάμην и ἐφεισάμην, imper. ἔφεσσαι, part. ἐφεσσάμενος, inf. fut. ἐφέσσεσθαι) посадить(γούνασιν υἱόν Hom.)
ἔφεσσαί με νηός Hom. — возьми (досл. посади) меня на корабль;τινὰ Πύλονδε καταστῆσαι καὴ ἐφέσσαι Hom. — доставить кого-л. в Пилос и (там) высадить на берег -
11 κατασαπεις
-
12 κρεοσαπεις
-
13 ξυνιεις
-
14 οισθεις
-
15 παραρραγεις
- εῖσα - έν part. aor. 2 pass. к παραρρήγνυμι См. παραρρηγνυμι -
16 παροισθεις
-
17 πετασθεις
-
18 πλακεις
-
19 πλησθεις
-
20 προεδεσθεις
См. также в других словарях:
εἶσα — εἴδομαι see aor ind act 1st sg εἴδομαι see aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷσα — ἕζομαι seat oneself aor ind act 1st sg (epic) ἵημι Ja c io aor part act fem nom/voc sg ἵζω si sd o aor ind act 1st sg ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάγη — εἰσά̱γη , εἰσ ἄγνυμι break aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) εἰσά̱γη , εἰσ ἀγάω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) εἰσ ἀγάω pres imperat act 2nd sg (doric) εἰσά̱γη , εἰσ ἀγάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) εἰσ ἀγάω pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσακούετ' — εἰσᾱκούετο , εἰσακούω hearken imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) εἰσακούετο , εἰσακούω hearken imperf ind mid 3rd sg (epic doric aeolic) εἰσᾱκούετε , εἰσακούω hearken imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) εἰσακούετε , εἰσακούω hearken pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάγαγον — εἰσά̱γαγον , εἰσάγω lead in aor ind act 3rd pl (doric aeolic) εἰσά̱γαγον , εἰσάγω lead in aor ind act 1st sg (doric aeolic) εἰσάγω lead in aor ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσάγω lead in aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάιον — εἰσά̱ϊον , εἰσαίω catch the sound of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἰσά̱ϊον , εἰσαίω catch the sound of imperf ind act 1st sg (doric aeolic) εἰσάϊον , εἰσαίω catch the sound of imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσάϊον , εἰσαίω catch… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάνταν — εἰσά̱ντᾱν , εἰσ ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἰσά̱ντᾱν , εἰσ ἀντάω come opposite to imperf ind act 1st sg (doric aeolic) εἰσάντᾱν , εἰσ ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἰσάντᾱν , εἰσ… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἶσ' — εἶσα , εἴδομαι see aor ind act 1st sg εἶσε , εἴδομαι see aor ind act 3rd sg εἶσαι , εἴδομαι see aor inf act εἶσα , εἴδομαι see aor ind act 1st sg (homeric ionic) εἶσε , εἴδομαι see aor ind act 3rd sg (homeric ionic) εἶσι , εἶμι ibo pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐίσας — ἐΐσᾱς , ἔισος alike fem acc pl ἐΐσᾱς , ἔισος alike fem gen sg (doric aeolic) ἐί̱σᾱς , ἴσος equal fem acc pl (epic) ἐί̱σᾱς , ἴσος equal fem gen sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρηθείς — –εῑσα, έν, Ν βλ. προλέγω … Dictionary of Greek
αποσείω — εισα, είστηκα, πετάω κάτι από πάνω μου, ξεφορτώνομαι: Ο δικηγόρος του αγωνίστηκε σκληρά, για να αποσείσει την κατηγορία που τον βάρυνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)