Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐφέτας

См. также в других словарях:

  • ἐφετάς — ἐφετά̱ς , ἐφετός desirable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφέτας — ἐφέτᾱς , ἐφέται commander masc acc pl ἐφέτᾱς , ἐφέτης commander masc acc pl ἐφέτᾱς , ἐφέτης commander masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»