-
1 εφετάς
-
2 ἐφετάς
-
3 εφέτας
ἐφέτᾱς, ἐφέταιcommander: masc acc plἐφέτᾱς, ἐφέτηςcommander: masc acc plἐφέτᾱς, ἐφέτηςcommander: masc nom sg (epic doric aeolic) -
4 ἐφέτας
ἐφέτᾱς, ἐφέταιcommander: masc acc plἐφέτᾱς, ἐφέτηςcommander: masc acc plἐφέτᾱς, ἐφέτηςcommander: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐφετάς — ἐφετά̱ς , ἐφετός desirable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέτας — ἐφέτᾱς , ἐφέται commander masc acc pl ἐφέτᾱς , ἐφέτης commander masc acc pl ἐφέτᾱς , ἐφέτης commander masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν … Dictionary of Greek