-
1 εφαμαν
См. также в других словарях:
ἐφάμαν — ἐφάμᾱν , ἐφαμάω sinful imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐφάμᾱν , ἐφαμάω sinful imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… … Dictionary of Greek