-
1 εφαμιλλος
21) служащий предметом соревнованияἐ. ἥ εἰς τέν πατρίδα εὔνοια Dem. — соревнование в патриотизме
2) соревнующийся, могущий соперничать, т.е. (почти) равный(τινι Xen., Isocr., Polyb.)
πρὸς δόξαν ἐ. τινι περὴ τὰς συνηγορίας Plut. — оспаривающий у кого-л. славу лучшего адвоката -
2 εφάμιλλος
η, ο [ος, ον ] не уступающий, могущий соперничать (с другим — о товарах), равноценный
См. также в других словарях:
ἐφάμιλλος — a match for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφάμιλλος — η, ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, ον) άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί. γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῑς… … Dictionary of Greek
εφάμιλλος — η, ο 1. ο άξιος να παραβγεί με κάποιον. 2. τόσο άξιος, όσο και κάποιος άλλος, ισόπαλος, ισάξιος: Τα ελληνικά προϊόντα είναι εφάμιλλα των ευρωπαϊκών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφαμίλλω — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμίλλως — ἐφάμιλλος a match for adverbial ἐφάμιλλος a match for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμιλλον — ἐφάμιλλος a match for masc/fem acc sg ἐφάμιλλος a match for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμίλλοις — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμίλλου — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμίλλους — ἐφάμιλλος a match for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμίλλων — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμίλλῳ — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)