Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐφάμιλλος

См. также в других словарях:

  • ἐφάμιλλος — a match for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφάμιλλος — η, ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, ον) άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί. γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • εφάμιλλος — η, ο 1. ο άξιος να παραβγεί με κάποιον. 2. τόσο άξιος, όσο και κάποιος άλλος, ισόπαλος, ισάξιος: Τα ελληνικά προϊόντα είναι εφάμιλλα των ευρωπαϊκών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφαμίλλω — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαμίλλως — ἐφάμιλλος a match for adverbial ἐφάμιλλος a match for masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφάμιλλον — ἐφάμιλλος a match for masc/fem acc sg ἐφάμιλλος a match for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαμίλλοις — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαμίλλου — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαμίλλους — ἐφάμιλλος a match for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαμίλλων — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαμίλλῳ — ἐφάμιλλος a match for masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»