-
1 εφαμην
-
2 φαμην
-
3 φημι
(φῄς, φησί - pl. φᾰμέν, φᾰτέ, φᾱσί(ν) - все эти формы, кроме 2 л. sing., энкл.; impf. ἔφην - 2 л. ἔφης, чаще ἔφησθα; imper. φᾰθί или φάθι; conjct. φῶ; opt. φαίην; inf. φάναι; part. φάς, φᾶσα, φάν; med.: impf. ἐφάμην, fut. φήσομαι, imper. φάο, inf. φάσθαι, part. φάμενος; 3 л. sing. pf. πεφάσθω, part. pf. πεφασμένος) иногда med.1) говорить, высказыватьφάσθαι ἔπος πρός τινα Hom. — заговаривать с кем-л.;
φάσθαι ἀγγελίην Hom. — сообщать весть;τί или πῶς φῄς ; Soph. — что ты говоришь?;ἔφη или ἔφησε λέγων, тж. ἔλεγεν φάς Her. — он сказал (говорил);φ. κατά τινος Xen. — говорить против кого-л., ставить в упрек кому-л.;λέγ΄ ἀνύσας ὅ τι φῄς ποτε Arph. — говори скорее, что хочешь сказать;ἔστω, φησίν, ἥ αὐτέ τιμωρία Dem. — пусть будет, говорит, назначено то же самое наказание;ὡς ἡμεῖς φαῖμεν ἄν Plat. ( вводно) — можно сказать;οὐκ ἔφασαν ἕψεσθαι Her. — они сказали, что не последуют2) соглашаться, подтверждатьκαὴ τοὺς φάναι Her. — (говорят, что он спросил, верно ли это), и они ответили утвердительно;
φημὴ δρᾶσαι Soph. — признаю, что совершил(а) (это);φάθι ἢ μή Plat. — скажи «да» или «нет»;οὕτω или ἔγωγε φημί Plat. — я подтверждаю (согласен);ὅ δ΄ οὐκ ἔφη Plat. — он ответил отрицательно;κἂν μὲν μέ φῇ Arph. — если же он не согласится3) считать, думать, полагатьφημὴ χρῆναι Isocr. — считаю нужным;
σὺ αὐτέν τίνα φῂς εἶναι ; Plat. — какова она по-твоему?;καὴ φημὴ κἀπόφημι Soph. — я и верю, и не верю;ἶσον φάσθαι τινί Hom. — считать себя равным кому-л.
См. также в других словарях:
ἐφάμην — ἐφαμάω sinful imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐφαμάω sinful imperf ind act 1st sg (homeric ionic) φημί Spir. Prooem. imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek
ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… … Dictionary of Greek