-
1 εφύτευσαν
-
2 ἐφύτευσαν
-
3 περιφυτεύω
A plant round about,περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν Il.6.419
; πέριξ δένδρων ἄλσος π. Pl.Lg. 947e: metaph.,π. τὰ πάθη τινί LXX 4 Ma. 2.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφυτεύω
-
4 φυτεύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φυτεύω
См. также в других словарях:
ἐφύτευσαν — φυτεύω of the thing planted aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)