-
1 εφυδριάς
-
2 ἐφυδριάς
-
3 εφυδριας
-
4 ἐφυδριάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφυδριάς
-
5 ἐφυδριάς
-
6 ἐφ-υδάτιος
ἐφ-υδάτιος, an, auf dem Wasser, Νύμφη ἐφῡδατίη, Ap. Rh. 1, 1229, = ἐφυδριάς.
-
7 εφυδριάδας
-
8 ἐφυδριάδας
-
9 εφυδριάδες
-
10 ἐφυδριάδες
См. также в других словарях:
εφυδριάς — ἐφυδριάς, ἡ (Α) αυτή που ανήκει, που ζει στο νερό («ἐφυδριάδες Νύμφαι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑδριάς (< ὕδωρ, ατος)] … Dictionary of Greek
ἐφυδριάς — of the water fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυδριάδας — ἐφυδριάς of the water fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυδριάδες — ἐφυδριάς of the water fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)