-
1 ἐφ-ορκία
См. также в других словарях:
εφορκίζω — (ΑΜ ἐφορκίζω) δ. τ. τοῡ ἐπορκίζω νεοελλ. εκκλ. διώχνω με την επίκληση τού Αγίου Πνεύματος το πονηρό πνεύμα από τον κατηχούμενο χριστιανό, εξορκίζω μσν. κατηχώ απίστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ίζω (< ὅρκος)] … Dictionary of Greek
ἐφορκίζω — ἐπί ὁρκίζω make pres subj act 1st sg ἐπί ὁρκίζω make pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)