-
1 εφοδια
-
2 εποδια
-
3 εφοδιον
ион. ἐπόδιον τό (преимущ. pl.)1) дорожные припасы, средства на дорогу Her., Lys., Arph., Plat., Aeschin., Plut.2) ( вообще) средства, деньги для необходимых затрат(τὰ ἐφόδια ἱκανά τινι Dem.)
τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arst. — средства, необходимые для ведения войны3) перен. путь, средство достижения(τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς Plut.)
-
4 παραιρεω
(aor. 2 παρεῖλον, pf. παρῄρηκα) тж. med.1) отнимать, отбирать, лишать(τι Eur.)
π. τοῦ φρουρίου Thuc. — разрушить часть укрепления;π. φρονήματος Eur. — лишать (части) разума;αὐτοὺς τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου παρῃρῆσθαι Iphicrates ap. Arst. — лишить самого себя военного снабжения2) брать, выбирать:(τῶν ἀρῶν) τέν μίαν π. ἔς τινα Eur. обрушить на кого-л. одно из проклятий
3) med. отрывать, похищать(τινα μητρός Eur.)
4) med. уничтожать, подавлять(τέν θρασύτητα Dem.)
5) med. захватывать, завладевать(πόλεις Dem.; ὅπλα Xen.; τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις Polyb.; τὰ προπεπονημένα Theophrastus ap. Plut.)
6) med. лишать гражданских прав(τοὺς ἐκ δούλου Arst.)
-
5 ταφοδια
-
6 εφόδιο(ν)
-
7 εφόδιο(ν)
См. также в других словарях:
ἐφόδια — neut nom/voc/acc pl ἐφόδιον supplies for travelling neut nom/voc/acc pl ἐφόδιος for a journey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀφόδια — ἐφόδια , ἐφόδια neut nom/voc/acc pl ἐφόδια , ἐφόδιον supplies for travelling neut nom/voc/acc pl ἐφόδια , ἐφόδιος for a journey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιάσας — ἐφοδιά̱σᾱς , ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut part act fem acc pl (doric) ἐφοδιά̱σᾱς , ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut part act fem gen sg (doric) ἐφοδιά̱σᾱς , ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόδι' — ἐφόδια , ἐφόδια neut nom/voc/acc pl ἐφόδια , ἐφόδιον supplies for travelling neut nom/voc/acc pl ἐφόδια , ἐφόδιος for a journey neut nom/voc/acc pl ἐφόδιε , ἐφόδιος for a journey masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδιάσαι — ἐφοδιά̱σᾱͅ , ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut part act fem dat sg (doric) ἐφοδιά̱σᾱͅ , ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey fut part act fem dat sg (doric) ἐφοδιάζω furnish with supplies for a journey aor inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδίοις — ἐφόδια neut dat pl ἐφόδιον supplies for travelling neut dat pl ἐφόδιος for a journey masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφοδίων — ἐφόδια neut gen pl ἐφόδιον supplies for travelling neut gen pl ἐφόδιος for a journey masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
εφοδιάζω — (ΑΜ ἐφοδιάζω, Α και ιων. τ. ἐποδιάζω) [εφόδιον] 1. παρέχω εφόδια, προμηθεύω σε κάποιον τα αναγκαία για την πορεία ή την εκστρατεία 2. παρέχω τα μέσα, τα εφόδια για κάτι, προμηθεύω 4. μέσ. εφοδιάζομαι προμηθεύομαι, παίρνω κάτι για τον εαυτό μου… … Dictionary of Greek
εφοδιοφόρος — ο 1. (για μεταφορικά μέσα) αυτός που κομίζει εφόδια, που μεταφέρει εφόδια («εφοδιοφόρος άμαξα») 2. φρ. «εφοδιοφόρο όχημα» φορτηγό όχημα αμαξοστοιχίας που μεταφέρει το κάρβουνο και το νερό τής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο + φόρος (< φέρω) πρβλ … Dictionary of Greek