Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐφοδεύεται

См. также в других словарях:

  • ἐφοδεύεται — ἐφοδεύω go the rounds pres ind mp 3rd sg ἐφοδεύω go the rounds pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφοδεύω — (ΑΜ ἐφοδεύω) [έφοδος] επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδεία αρχ. 1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.) 2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ («ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»