-
1 ἐφ-όδιος
ἐφ-όδιος, ion. ἐπόδιος, auf den Weg, zur Reise nöthig, τὸ ἐφόδιον, Reisevorrath, Reisegeld, bes. im plur., ἐπόδιά σφι δοῠναι Her. 4, 203, wie Lys. 12, 11 u. Plat. Ep. VII, 350 b; ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar. Ach. 53; καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντες ἐφόδιον Thuc. 2, 70; ἐφοδίων ἀπορεῖν Lys. 16, 14; ἐφόδια τοῖς ἵπποις Andoc. 4, 30; τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια Aesch. 1, 172; Unterhaltungskosten eines Heeres im Kriege, δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Dem. 3, 20; vgl. Thuc. 6, 31; τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arist. rhet. 3, 10; übh. Beförderungs-, Hülfsmittel wozu, τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον ὀνομάζει Plut. Alex. 8; εἰς ἀνδρείαν Hdn. 2, 10, 11; Luc. u. a. Sp.
-
2 εὐ-πορέω
εὐ-πορέω, 11 ein εὔπορος sein, hinreichenden Vorrath haben, reich sein woran; c. gen., σχημάτων καὶ ῥημάτων εὐπ οροῠσι Plat. Ion 536 c; λόγων Tim. 26 c; χ ρημάτων Antiphan. bei Ath. I, 3 t; σίτων Xen. Hell. 1, 6, 19; ἀργυρίου Arist. Oec. 2, 20; Sp., ἐφοδίων Plut. Themist. 11; – c. acc., τροφήν Hippocr.; λόγο υς Themist.; – selten mit dem dat., Pol. 1, 17, 2; – absolut, Thuc. öfter, z. B. χρυσὸν καὶ ἄργυρον πλεῖστον κέκτηνται, ὅϑεν ὅ τε πόλεμος καὶ τἄλλα εὐπορεῖ 6, 34; Plat. u. A.; τοὺς μὲν εὐπορεῖν, τοὺς δὲ ἀπόρους εἶναι Xen. – Uebh. vermögend, im Stande sein, Thuc. 6, 44; bes. bei Plat.; im Stande sein auf Etwas zu antworten, εὐπορῶ ὅτι λέγω, ich weiß recht gut, was ich sagen soll, Ion 532 c; εἰ μὴ οὕτως εὐπορεῖς, ὧδε σκόπει, wenn du so nicht weiter kannst, in Verlegenheit bist, Gorg. 478 a; εὐπορῶν πολλὰ λέγειν περὶ τοῦ αὐτοῦ Phaedr. 235 a; daher = Etwas ausrichten, οὐκ ἂν ἴσως εὐποροίην λέγων Legg. I, 634 b; Sp. – 2) trans., Etwas herbeischaffen; τἀργύριον, Is. 7, 8; μνᾶς τινι Dem. 33, 7; σιτοπομπίας τοῖς στρατιώταις 23, 155; Sp., εὐμάϑειαν τοῖς ἀκούουσιν Luc. conscr. hist. 53; vgl. Lob. zu Phryn. 595 ff.; auch πιϑανὰς ἀποδείξεις, beibringen, D. Sic. 2, 31. – Aehnl. absol., ἀπό τινος, sich von Etwas bereichern, Xen. Mem. 2, 7, 4, wie ἴππων εὐπορήσαντες νυκτὸς ἀπέδρασαν Hell. 1, 1, 10; vgl. Dem. 40, 35. – 3) das med. in der Bdtg das act. 1), τοὺς στρατιώτας εὐπορεῖσϑαι τῶν ἐπιτηδείων Arist. Oec. 2, 23; χρημάτων Pol. 1, 66, 5; auch ταῖς χορηγίαις, 5, 43, 8, u. sonst einzeln vorkommend; absol., Theop. Ath. VI, 275 c.
См. также в других словарях:
ἐφοδίων — ἐφόδια neut gen pl ἐφόδιον supplies for travelling neut gen pl ἐφόδιος for a journey masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστράτευση — Το στάδιο της μετάπτωσης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας από την ειρηνική κατάσταση στην πολεμική. Η ε. είναι το αποτέλεσμα ιδιαίτερων μελετών –σχέδια ε.– που συντάσσονται από πριν, με βάση τον πιθανό αντίπαλο και τις περιοχές στις οποίες… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
έλας — (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Ένοπλες δυνάμεις της αντιστασιακής οργάνωσης EAM κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ανταρτική δύναμη στα χρόνια της Κατοχής. Ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού… … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο … Dictionary of Greek
ανεφοδιασμός — ο (κ. ανεφοδίασις) ο εκ νέου εφοδιασμός, η χορήγηση εφοδίων ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. ανεφοδίασις μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικό Στρατιωτιωτικών Όρων του Αντ. Θ. Ηπίτου] … Dictionary of Greek
αχορηγησία — ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α) έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α στερ. + χορηγία] … Dictionary of Greek
γυμνότητα — η (AM γυμνότης) [γυμνός] 1. το να είναι κανείς γυμνός μσν. νεοελλ. 1. ανεπάρκεια εφοδίων 2. οποιαδήποτε έλλειψη νεοελλ. (για τόπους) έλλειψη βλάστησης … Dictionary of Greek
εξάντληση — η (AM ἐξάντλησις) [εξαντλώ] η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα νεοελλ. 1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα («εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.) 2. ελάττωση τής φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία τού οργανισμού… … Dictionary of Greek
εξοπλιστής — ο [εξοπλίζω] 1. αυτός που εξοπλίζει 2. ο προμηθευτής τών απαραίτητων εφοδίων … Dictionary of Greek