Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐφοδίων

См. также в других словарях:

  • ἐφοδίων — ἐφόδια neut gen pl ἐφόδιον supplies for travelling neut gen pl ἐφόδιος for a journey masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστράτευση — Το στάδιο της μετάπτωσης των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας από την ειρηνική κατάσταση στην πολεμική. Η ε. είναι το αποτέλεσμα ιδιαίτερων μελετών –σχέδια ε.– που συντάσσονται από πριν, με βάση τον πιθανό αντίπαλο και τις περιοχές στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • έλας — (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Ένοπλες δυνάμεις της αντιστασιακής οργάνωσης EAM κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ανταρτική δύναμη στα χρόνια της Κατοχής. Ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • ανεφοδιασμός — ο (κ. ανεφοδίασις) ο εκ νέου εφοδιασμός, η χορήγηση εφοδίων ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. ανεφοδίασις μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικό Στρατιωτιωτικών Όρων του Αντ. Θ. Ηπίτου] …   Dictionary of Greek

  • αχορηγησία — ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α) έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α στερ. + χορηγία] …   Dictionary of Greek

  • γυμνότητα — η (AM γυμνότης) [γυμνός] 1. το να είναι κανείς γυμνός μσν. νεοελλ. 1. ανεπάρκεια εφοδίων 2. οποιαδήποτε έλλειψη νεοελλ. (για τόπους) έλλειψη βλάστησης …   Dictionary of Greek

  • εξάντληση — η (AM ἐξάντλησις) [εξαντλώ] η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα νεοελλ. 1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα («εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.) 2. ελάττωση τής φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία τού οργανισμού… …   Dictionary of Greek

  • εξοπλιστής — ο [εξοπλίζω] 1. αυτός που εξοπλίζει 2. ο προμηθευτής τών απαραίτητων εφοδίων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»