1 εφιπποτοξοτης
(Diod. - v. l. ἀμφιπποτοξότης)
Древнегреческо-русский словарь > εφιπποτοξοτης
εφιπποτοξότης — ἐφιπποτοξότης, ὁ (Α) έφιππος τοξότης … Dictionary of Greek