-
1 εφιλοπονήσατο
-
2 ἐφιλοπονήσατο
См. также в других словарях:
ἐφιλοπονήσατο — φιλοπονέω love labour aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εφιλοπονήσατο
2 ἐφιλοπονήσατο
ἐφιλοπονήσατο — φιλοπονέω love labour aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)