-
1 εφθειρίσθαι
-
2 ἐφθειρίσθαι
См. также в других словарях:
ἐφθειρίσθαι — φθειρίζομαι pick the lice off oneself perf inf mp φθειρίζω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εφθειρίσθαι
2 ἐφθειρίσθαι
ἐφθειρίσθαι — φθειρίζομαι pick the lice off oneself perf inf mp φθειρίζω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)