-
1 εφηύρον
-
2 ἐφηῦρον
-
3 εφευρισκω
ион. ἐπευρίσκω (fut. ἐφευρήσω, aor. 2 ἐφεῦρον и ἐφηῦρον)1) находить, встречать, обнаруживать(ἠϊόνας λιμένας τε, δαινυμένους πάντας Hom.)
ἐπεὴ σ΄ ἐφηύρηκα μοίρᾳ οὐκ ἐν ἐσθλᾷ Soph. — ибо я нашел, т.е. вижу тебя в тяжелых обстоятельствах;τήνγε ἀλλύουσα ἐφεύρομεν ἱστόν Hom. — ее (Пенелопу) мы застали за распусканием (готовой уже) ткани2) изобличать(τινὰ ἄκοντα Soph.; τινὰ κλέπτοντά τι Eur.)
φοβεόμενος μέ ἐπευρεθῇ Her. — боясь оказаться уличенным;πρὸς αὐτὸν ἐφεύρημαι κακός Soph. — перед ним я оказался кругом виноватым3) делать открытие, открывать4) изобретать, придумывать(τέχνην Pind.; μῆτίν τινα Hom., med. Pind.; ὀρχήσεις Luc.)
ἐ. ὥστε μέ θανεῖν Eur. — изобрести средство против смерти5) ( о доходах) приносить(ὅσα δ΄ ἂν χρήματα ἐφευρίσκῃ τὰ τέλη Xen.)
-
4 ἐφευρίσκω
ἐφευρ-ίσκω, [dialect] Ion. [pref] ἐπ-, [tense] fut. ἐφευρήσω: [tense] aor. 2 ἐφηῦρον or ἐφεῦ-; [dialect] Aeol.Aἐπεύρ[οι] Sapph.Supp.4.9
: [tense] pf. (lyr.), Euphro 1.17, etc.:— find or discover, find anywhere,εἴ που ἐφεύροι ἠῑόνας λιμένας τε Od.5.439
, cf. 417, Pl.Phdr. 266a: usu. c. part.,ὃν δ' αὐ.. βοόωντα ἐφεύροι Il.2.198
;δαινυμένους δ' εὐ πάντας ἐφεύρομεν Od.10.452
; τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν we discovered her undoing it, 24.145, cf. S.El. 1093 (lyr.), Pl.Plt. 307c; Κύπρι.. σε πικροτάταν ἐπεύροι prob. in Sapph. l.c.:—[voice] Pass.,μὴ ἐπευρεθῇ πρήσσων Hdt.9.109
;κλέπτων ὅταν τις.. ἐφευρεθῇ S.Fr. 930
; δρῶν ἐφευρίσκῃ ([ per.] 2sg.) Id.OC 928; ἐφηύρημαι κακός (sc. ὤν) Id.OT 1421, cf. Ant. 281;δειλὸς ὤν ἐφηυρέθης E.Supp. 319
.II find out, invent, of arts, [ τέχναν] Pi.P.12.7 ([voice] Med. μῆτιν -ευρομένοις ib.4.262);σοφῶς ἐφεῦρες ὥστε μὴ θανεῖν E.Alc. 699
.2 find out, discover,ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς S.Fr.432.8
; χρόνου διατριβάς ib. 479, cf. Cratin. 140; ;ὁσίαν ἐπίνοιαν SIG799.5
(Cyzicus, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφευρίσκω
См. также в других словарях:
ἐφηῦρον — ἐφευρίσκω find aor ind act 3rd pl ἐφευρίσκω find aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek