Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐφημεριῶν

См. также в других словарях:

  • ἐφημεριῶν — ἐφημερία division fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφημερίων — ἐφημέριος on fem gen pl ἐφημέριος on masc/neut gen pl ἐφημέριος on masc/fem/neut gen pl ἐφημερέω to be president for the day pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»