-
1 εφημερευτών
-
2 ἐφημερευτῶν
См. также в других словарях:
ἐφημερευτῶν — ἐφημερευτής took their turn of serving masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημερευτής — ἐφημερευτής, ὁ (Α) [εφημερεύω] 1. αυτός που φυλάγει, που επιβλέπει καθ όλη την ημέρα 2. πληθ. οἱ ἐφημερευταί τίτλος ιερέων οι οποίοι διακονούν κατά σειρά σε εβραϊκή γιορτή («ὑποσημαίνοντός τινος τῶν ἐφημερευτῶν προσεύχονται τῷ θεῷ», Φίλ.) … Dictionary of Greek