-
1 εφημερια
-
2 εφημερία
εφημερία η1) приход священника;2) служебная неделя священника в храме, череда служения -
3 ἐφημερία
{сущ., 2}чреда, очередь священников в совершении каждодневного богослужения в Иерусалимском храме (Лк. 1:5, 8).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐφημερία
-
4 εφημερία
{сущ., 2}чреда, очередь священников в совершении каждодневного богослужения в Иерусалимском храме (Лк. 1:5, 8).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εφημερία
-
5 εφημερία
η церк.1) сан священника; 2) приход -
6 ἐφημερία
чреда, очередь священников (в совершении каждодневного богослужения в храме Иер.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐφημερία
-
7 εφημεριος
2 и 31) длящийся целый деньοὔ κεν ἐ. βάλοι δάκρυ Hom. — (отведавший вина Елены) в течение целого дня не проронил бы ни слезы
2) длящийся не более дня, однодневныйἐφημέρια φρονέοντες Hom. — думающие лишь о текущем дне, т.е. недальновидные люди;
ἀπτῆνες ἐφημέριοι Arph. — бескрылые однодневки, жалкие мимолетные создания3) ежедневный, поденный(μισθός Anth.)
-
8 2183
{сущ., 2}чреда, очередь священников в совершении каждодневного богослужения в Иерусалимском храме (Лк. 1:5, 8).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2183
См. также в других словарях:
ἐφημερία — ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος on fem nom/voc/acc dual ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος on fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱ , ἐφημερία division fem nom/voc/acc dual ἐφημερίᾱ , ἐφημερία division fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίᾳ — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερίαι , ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημερία — η (Α ἐφημερία) νεοελλ. 1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό 3. η ενορία τού ιερέα, το … Dictionary of Greek
εφημερία — η η άσκηση του καθήκοντος της εποπτείας ή η χρονική διάρκεια της άσκησης τούτου: Η εφημερία του ιερέα διαρκεί μια εβδομάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφημέρια — ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίας — ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem gen sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίαι — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίαν — ἐφημερίᾱν , ἐφημέριος on fem acc sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱν , ἐφημερία division fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημεριῶν — ἐφημερία division fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημεριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημερία τών ιερέων ή στους εφημερίους («εφημεριακός κλήρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημέριος ή εφημερία. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως (αρχ. εκδ. 1833)] … Dictionary of Greek
EPHEMEREUTA — officium religiosae Essenorum familiae, ex Graeco ἐφημερία, eo quod per vices ad quemque pervenebat: forte non dissimile Hebdomadarii, in Monasteriis Christianorum, officio. Philo de V. M. Ubi vero convenêre Candidati et laeti cum summa gravitate … Hofmann J. Lexicon universale