-
1 дежурство
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дежурство
-
2 благочиние
-я ουδ.(γραπ. λόγος) ευπρέπεια, κοσμιότητα. || εφημερία, επιτροπεία, εξαρχία.
См. также в других словарях:
ἐφημερία — ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος on fem nom/voc/acc dual ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος on fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱ , ἐφημερία division fem nom/voc/acc dual ἐφημερίᾱ , ἐφημερία division fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίᾳ — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερίαι , ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημερία — η (Α ἐφημερία) νεοελλ. 1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό 3. η ενορία τού ιερέα, το … Dictionary of Greek
εφημερία — η η άσκηση του καθήκοντος της εποπτείας ή η χρονική διάρκεια της άσκησης τούτου: Η εφημερία του ιερέα διαρκεί μια εβδομάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφημέρια — ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίας — ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem gen sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίαι — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίαν — ἐφημερίᾱν , ἐφημέριος on fem acc sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱν , ἐφημερία division fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημεριῶν — ἐφημερία division fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφημεριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημερία τών ιερέων ή στους εφημερίους («εφημεριακός κλήρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημέριος ή εφημερία. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως (αρχ. εκδ. 1833)] … Dictionary of Greek
EPHEMEREUTA — officium religiosae Essenorum familiae, ex Graeco ἐφημερία, eo quod per vices ad quemque pervenebat: forte non dissimile Hebdomadarii, in Monasteriis Christianorum, officio. Philo de V. M. Ubi vero convenêre Candidati et laeti cum summa gravitate … Hofmann J. Lexicon universale