Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐφηλίδες

См. также в других словарях:

  • ἐφηλίδες — ἐφηλίς rivet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφήλιδες — ἔφηλις rivet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφηλος — ἔφηλος, ον (Α) 1. καρφωμένος σε κάτι 2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»