-
1 εφηλίδες
-
2 ἐφηλίδες
-
3 εφήλιδες
-
4 ἐφήλιδες
-
5 ἔφηλις
ἔφηλις, - ίςMeaning: technical term of uncertain meaning, etwa `rivet, butt' or `clinch'?; acc. to H. ἐφήλιδες περόναι, ἔπηλις τὸ πῶμα τῆς λάρνακος (S. Fr. 1046, hell.); usually metaph. as name of an effloresence(?) (Nic.), in this meamimg mostly in plur. (Hp., Thphr.), also explained as `freckles' and connected with ἥλιος (= αἱ τοῦ ἡλίου ἐπικαύσεις H.).Other forms: gen. - ιδος, - ίδος, pl. also - εις, Ion. ἔπηλις (after Hdn. Gr. 1, 91 barytone), - ιδος f.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On the ι(δ)-stem s. Schwyzer 450, 464f., Chantraine Formation 113f. - Because of the unclear meaning morphologically uncertain. There are three, or four explanations: 1. als hypostasis of ἐφ' ἥλου (ὤν): a) `what is upon a ἧλος (`pin')'; b) `upper (part of a) ἧλος'. 2. bahuvrihi: `equipped with a ἧλος'. 3. postverbal of ἐφηλοῦν `pin down, fix': `what has been pinned down'; cf. ἔφηλος ὁ ἡλωμένος Suid. S. also on ἔφηλος.Page in Frisk: 1,598Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔφηλις
См. также в других словарях:
ἐφηλίδες — ἐφηλίς rivet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφήλιδες — ἔφηλις rivet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφηλος — ἔφηλος, ον (Α) 1. καρφωμένος σε κάτι 2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek