-
1 εφετμαί
-
2 ἐφετμαί
-
3 κεδνος
31) заботливый, добрый(τοκῆες Hom.)
2) преданный, верный(ἀμφίπολος, ἄλοχος Hom.)
κεδνὰ ἰδυῖα Hom. — верная долгу, честно преданная (Эвриклея)3) почтенный, уважаемый(ἄναξ Hom.; στρατόμαντις Aesch.)
4) дельный, отличный(οἰακοστρόφος Aesch.)
5) доблестный, храбрый(Ἀστακοῦ τόκος Aesch.)
6) любимый, дорогой(οἱ κεδνότατοι καὴ φίλτατοι Hom.; παρθένος Pind.)
7) добродетельный, достойный(ἤθεα Hes.)
8) разумный, мудрый(βουλεύματα, ἐφετμαί Aesch.)
9) радостный, счастливыйεἰπεῖν κεδνά Aesch. — сообщить радостные вести
-
4 ἐφετμά
ἐφετμά pl.,1 commandsκραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος O. 3.11
θεῶν δ' ἐφετμαῖς Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.21
πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς P. 4.233
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (ἐφετμαὶ δ' οὐ κυρίως αἱ εὐχαὶ, ἀλλ αἱ ἐντολαί. Σ.) I. 6.18 ] Ἥρας ἐφετμαῖς fr. 169. 44. -
5 κεδνός
A careful, diligent, trusty,ἄναξ Od. 14.170
, etc.;ἀμφίπολος 1.335
;πολῖται Pi.P.4.117
;οἰακοστρόφος A. Th.62
, E.Med. 523;στρατόμαντις A.Ag. 122
(lyr.);γυνή E.Alc.97
(lyr.): generally, noble,Φοίνικος κόρα B.16.29
;παρθένος Pi.P.9.122
.2 [voice] Pass., cared for, cherished, dear, οἵ οἱ κεδνότατοι (v.l. κήδι στοι)καὶ φίλτατοι ἦσαν Il.9.586
;ὅς μοι κήδιστος.., κεδνότατός τε Od. 10.225
;τοκῆες Il.17.28
, cf. Pi.I.1.5; , Pi.Pae.6.12, 105;ἀδελφεοί B.5.118
; [ ἄλοχος] Id.3.33; .II of things, Hom. only in neut.pl., κεδνὰ ἰδυῖα true-hearted, Od.1.428, 19.346, al.;ἤθεα κ. Hes.Op. 699
;πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.72
; κ. χάρις valued, prized, Id.O.8.80; φροντίς, βουλεύματα, wise, A.Pers. 142 (lyr.), 172(troch.); ; of news, good, joyful, Id.Ag. 622, cf. 261;οὔπω τι κ. ἔσχον S.Aj. 663
;κεδνὰ πράξειν E.Alc. 605
(lyr.). -
6 χρηστήριος
A oracular, prophetic, ἐφετμαί l. c.;ὄρνιθες Id.Th.26
;χρηστηρίαν ἐσθῆτα Id.Ag. 1270
; ; ; also author of oracles,Hdt.
6.80, cf. OGI312 (Aegae, ii B. C.).II ([etym.] χράομαι) = χρηστικός, fitted or designed for use, useful, χρηστήρια σκεύη household utensils or furniture, Pl.Com.27 (τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίαν σ. Poll.10.11
); without σκεύη, Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.), OGI326.30 (Teos, ii B. C.);ὅσα σκύτινα τῶν ὅπλων καὶ τῶν χ. Str.13.1.48
, cf. 15.2.6, Nic.Dam.106J.;τὸν περίβολον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ χ.
Expl.Arch.de Délos11.291
, cf. 120, Durrbach Choixd' inscr.de Délos 119 (ii B. C.);τὰ δώματα καὶ τὰ χ. τῶν ὑδάτων Supp.Epigr.8.170
([place name] Palestine), cf. PCair.Zen.764.37 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηστήριος
См. также в других словарях:
ἐφετμαί — ἐφετμή command fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφετμή — ἐφετμή, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) 1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.) 2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ οὐ λήθετ ἐφετμέων παιδὸς… … Dictionary of Greek