-
1 εφεστρίς
-
2 ἐφεστρίς
-
3 εφεστρις
-
4 ἐφεστρίς
A upper garment, wrapper, X.Smp.4.38; a philosopher's mantle, Ath.3.98a; soldier's cloak, Plu.Luc.28;πᾶσα ἡ σύγκλητος μελαίναις ἐ. χρώμενοι Hdn.4.2.3
, cf. 7.11.2,3; also a woman's robe, AP9.153 (Agath.), etc.2 χλαμὺς ἐ. Ath.5.215c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφεστρίς
-
5 ἐφεστρίς
ἐφ-εστρίς, ίδος, ἡ, ein Kleid zum Überziehen, Oberkleid, sowohl der Männer als der Frauen; auch die Pferdedecke, der Sattel -
6 εφεστριδιον
-
7 πάγ-χρῡσος
πάγ-χρῡσος, = Vorigem; νάκος, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 68; κορυφὰ κτεάνων, Ol. 7, 4; δίφροι, Soph. El. 510; δέπας, Eur. Hec. 528. öfter; οἶκος, Ar. Nubb. 598; Folgde; ἐφεστρίς, Agath. 61 (IX, 153).
-
8 κροσσωτος
-
9 εφεστρίδα
-
10 ἐφεστρίδα
-
11 εφεστρίδας
-
12 ἐφεστρίδας
-
13 εφεστρίδες
-
14 ἐφεστρίδες
-
15 εφεστρίδι
-
16 ἐφεστρίδι
-
17 εφεστρίδος
-
18 ἐφεστρίδος
-
19 εφεστρίδων
-
20 ἐφεστρίδων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… … Dictionary of Greek
ἐφεστρίς — upper garment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδα — ἐφεστρίς upper garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδας — ἐφεστρίς upper garment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδες — ἐφεστρίς upper garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδι — ἐφεστρίς upper garment fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδος — ἐφεστρίς upper garment fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίδων — ἐφεστρίς upper garment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίσι — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεστρίσιν — ἐφεστρίς upper garment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεστρίδιον — ἐφεστρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ἐφεστρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφεστρίς + κατάλ. υποκορ. ιδιον] … Dictionary of Greek