-
1 ἐφελίσσω
ἐφελίσσω (only in form [full] ἐπε( [full] ι) [pref] λ-; [tense] aor. 1 part. ἐπειλίξας dub. in D.23.161 (iii p.lxxxviii Blass), but found in Gal.18(2).7):—A roll up, τὸ μεταξὺ τοῦ βιβλίου, i.e. skip.., Gal. l. c.:—[voice] Med., wriggle behind one, :—[voice] Pass., to be rolled up,ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία Paus.4.26.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφελίσσω
-
2 ἐφελίσσω
ἐφ-ελίσσω, nachschleppen; ἐπελίσσεται οὐρήν, schleppt hinter sich her -
3 ἐπ-ελίσσω
-
4 ἐπείλησις
A winding up, ἐ. ποιεῖσθαι ib.85.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπείλησις
См. также в других словарях:
εφελίσσω — ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*) 1. περιτυλίγω 2. μέσ. ἐφελίσσομαι σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον 3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω] … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
επειλίσσω — ἐπειλίσσω (Α) ιων. τ. αντί εφελίσσω* περιτυλίγω, στρέφω σπειροειδώς, περιελίσσω … Dictionary of Greek