-
1 έφεκτος
-
2 ἔφεκτος
-
3 εφεκτός
-
4 ἐφεκτός
-
5 ἔφεκτος
ἔφεκτος, ον,A containing 1 + 1/6, Vitr.3.1.6; τόκος ἔ. when 1/6 of the principal was paid as interest, = 16 2/3 %, D.34.23: ἔφεκτον, τό, charge of 1/6 on payments for grain-transport, PLond.ined.2093 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔφεκτος
-
6 εφεκτος
-
7 ἔφεκτος
ἔφ-εκτος, ein Ganzes u. ein Sechstel enthaltend (7/6), τόκος ἔφεκτος, das Kapital u. der sechste Teil dazu; ὁ ἐπὶ τῷ ἕκτῳ τοῦ κεφαλαίου (162/3 Prozent) -
8 ἐφεκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφεκτός
-
9 ἐφεκτός
-
10 εφεκτών
-
11 ἐφεκτῶν
-
12 ἔφ-εκτος
ἔφ-εκτος, ein Ganzes u. ein Sechstel enthaltend (7/6), τόκος ἔφεκτος, das Kapital u. der sechste Theil dazu, Dem. 34, 24; Harpocr. ὁ ἐπὶ τῷ ἕκτῳ τοῦ κεφαλαίου (162/3 Procent).
-
13 έφεκτοι
-
14 ἔφεκτοι
-
15 εφεκτούς
-
16 ἐφεκτούς
См. также в других словарях:
έφεκτος — ἔφεκτος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει τη μονάδα και το ένα έκτο της (11/6) 2. φρ. «τόκος ἔφεκτος» τόκος ίσος με το 1/6 τού αρχικού κεφαλαίου, δηλ. τόκος 162/3% 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφεκτον πρόσθετος φόρος ενός έκτου επί τής πληρωμής για τη… … Dictionary of Greek
εφεκτός — ἐφεκτός, ή, όν (Α) 1. ο συγκρατούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐφεκτά ζητήματα για τα οποία κάποιος είναι επιφυλακτικός στην έκφραση τής γνώμης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέχω βλ. εφεκτικός] … Dictionary of Greek
ἐφεκτός — to be held back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεκτος — containing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτῶν — ἐφεκτός to be held back fem gen pl ἐφεκτός to be held back masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτούς — ἐφεκτός to be held back masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφεκτοι — ἔφεκτος containing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOENUS — ex fetu, i. e. partu pecuniae, ut Gr. τόκος ἀπὸ τοῦ τίκτειν, Varro. Alii a fundo, quia fructus fundit: vel a fetendo, quod eiusmodi lucrum feteat in Rep. primitus appellabatur naturalis terrae fetus, postea per translationem, nummorum fetum… … Hofmann J. Lexicon universale
επταπλασιέφεκτος — ἑπταπλασιέφεκτος, ό (Α) φρ. «ἑπταπλασιέφεκτος λόγος» η αναλογία 7 1/ 6:1. [ΕΤΥΜΟΛ. < επταπλάσιος* + έφεκτος «ο περιέχων 1 + 1 / 6» (επί + έξ + κατάλ. τος)] … Dictionary of Greek
εφείκοστα — ἐφείκοστα, τὰ (Α) πάπ. πρόσθετος φόρος κατά 1/20 πάνω στην κύρια αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εἰκοστά. Η δασύτητα αναλογική προς το ἔφεκτος*] … Dictionary of Greek