-
1 ἐφ-εκτικός
ἐφ-εκτικός, ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάϑους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. ἐπέχω. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7.
-
2 ἐφεκτικός
ἐφ-εκτικός, ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker -
3 σκεπτικός
σκεπτικός, zum Betrachten, Bedenken, Ueberlegen gehörig, geschickt, geneigt. –.Σκεπτικοί hießen die Philosophen, die auch ἐφεκτικοί und ἀπορητικοί genannt werden, welche Nichts als bestimmte Behauptung aussprachen, sondern ihre Meinung nur mit Bedenken äußerten, die Skeptiker; bes. die Anhänger des Pyrrhon; S. Emp. oft u. A. – Adv. σκεπτικῶς, nach Weise der Skeptiker, D. L.; σκεπτικώτερον διδάσκειν, S. Emp. adv. phys. 1, 194.
-
4 σκεπτικός
σκεπτικός, zum Betrachten, Bedenken, Überlegen gehörig, geschickt, geneigt. Σκεπτικοί hießen die Philosophen, die auch ἐφεκτικοί und ἀπορητικοί genannt werden, welche nichts als bestimmte Behauptung aussprachen, sondern ihre Meinung nur mit Bedenken äußerten, die Skeptiker; bes. die Anhänger des Pyrrhon. Adv. σκεπτικῶς, nach Weise der Skeptiker
См. также в других словарях:
ἐφεκτικοί — ἐφεκτικός able to check masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek
СКЕПТИЦИЗМ — СКЕПТИЦИЗМ (от греч. σκέπτομαι, «рассматриваю», «исследую», σκέψις, исследование), одно из влиятельных направлений в античной философии в период с 3 в. до н. э. по 3 в. н. э. Традиционно историю скептицизма представляют разделенной на два… … Античная философия
неоудьржимыи — (6*) пр. 1.Неудержимый, такой, которого нельзя остановить: молитисѧ ѥи съ слезами. ˫ако ѿити ѥ||и в пустыню. стенѧ и рыда˫а не смѧше держати неѹдержимы˫а. СбЧуд XIV, 66–67; ˫ако дымъ ра(з)ходѧсѧ. и акы сонъ ругаемъ. и акы сѣнь (не)ѹдержима. (μὴ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εφεκτικός — ή, ό 1. ο δισταχτικός, ο επιφυλαχτικός. 2. φρ., «εφεκτικοί φιλόσοφοι», οι φιλόσοφοι που πιστεύουν πως η γνώση δεν είναι δυνατή, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)