-
1 εφεδρεια
ἥ1) сидение(ἐπὴ τοῖς δένδρεσι, ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς Arst.)
2) засада3) ( о готовых к состязанию борцах) ожидание очереди(πυκτῶν καὴ παλαιστῶν Plat.)
4) вспомогательные отряды, резервы(ἐφεδρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει Polyb.)
-
2 εφεδρεία
См. также в других словарях:
ἐφεδρεία — ἐφεδρείᾱ , ἐφεδρεία a sitting upon fem nom/voc/acc dual ἐφεδρείᾱ , ἐφεδρεία a sitting upon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδρείᾳ — ἐφεδρείᾱͅ , ἐφεδρεία a sitting upon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεδρεία — η (Α ἐφεδρεία) [εφεδρεύω] 1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.) 2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά… … Dictionary of Greek
εφεδρεία — η 1. διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις, έτοιμες να πάρουν μέρος στη μάχη. 2. το σύνολο των πολιτών που ανήκουν στον εφεδρικό στρατό: Είμαι στη δεύτερη σειρά εφεδρείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφεδρείας — ἐφεδρείᾱς , ἐφεδρεία a sitting upon fem acc pl ἐφεδρείᾱς , ἐφεδρεία a sitting upon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδρείαν — ἐφεδρείᾱν , ἐφεδρεία a sitting upon fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδρειῶν — ἐφεδρεία a sitting upon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδρεῖαι — ἐφεδρεία a sitting upon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδρείαις — ἐφεδρεία a sitting upon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεδρείης — ἐφεδρεία a sitting upon fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεφεδρεύω — A 1. παραμονεύω ως εφεδρεία, αποτελώ εφεδρεία μαζί με άλλον 2. (γενικά) α) παρατηρώ κάποιον ή κάτι από κοντά β) καραδοκώ, καιροφυλακτώ («συνεφεδρεύσειν τοῑς καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφεδρεύω «παραμονεύω, παραφυλάγω»] … Dictionary of Greek