-
1 εφαύλισας
-
2 ἐφαύλισας
См. также в других словарях:
ἐφαύλισας — φαυλίζω hold cheap aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εφαύλισας
2 ἐφαύλισας
ἐφαύλισας — φαυλίζω hold cheap aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)