-
1 ἐφετέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφετέον
-
2 ἐφετηρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφετηρία
-
3 ἐφέτης
II [full] ἐφέται, οἱ, at Athens, the Ephetae, a court which tried cases of homicide under the ἄρχων βασιλεύς, IG12.115, Decr. ap. And.1.78, prob. in Arist.Ath.57.4, Lexap.D.23.37, Harp. -
4 ἐφετικός
2 Gramm., expressive of desire,ῥήματα Choerob. in Theod.2.212
, al.II ἐ. χρόνοι periods within which appeals may be lodged, Just.Nov.49.1 Intr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφετικός
-
5 ἐφετίνδα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφετίνδα
-
6 ἐφετμή
A command, behest, Il.14.249;θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή 21.299
: freq. in pl., behests, esp. of the gods or one's parents, 5.508, Pi.O.3.11, etc.; , cf. Pi.P.2.21, A.Ch. 300, E.IA 634; demands, prayers, Pi.I. 6(5).18. -
7 ἐφετός
См. также в других словарях:
ελασείω — ἐλασείω (Α) (εφετ. τού ελαύνω) επιθυμώ να βαδίσω, να προελάσω προς («καὶ νῡν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.) … Dictionary of Greek
πλεξείω — Α εφετ. τ. τού πλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλεκ τού πλέκω + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
ποιησείω — Α (εφετ. τ. τού ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. σείω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
προδωσείω — Μ (εφετ. τ. τού προδίδω) θέλω να προδώσω, να γίνω προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδωσ τού προδίδω μι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
συμβασείω — Α επιθυμώ να συνάψω σύμβαση ή συνθήκη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω (πρβλ. σύμβαση) + εφετ. κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek
συμμαθητιώ — άω, Α εφετ. τού συμμανθάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμαθητής + κατάλ. ιάω / ιῶ (πρβλ. στρατηγ ιάω/ ιῶ)] … Dictionary of Greek
τυραννησείω — Α (εφετ. τ. τού τυραννώ) επιθυμώ να τυραννεύσω («τῶν μὴ αἰσθανομένων Πεισίστρατον τυραννησείοντα», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + εφετική κατάλ. (η)σείω (πρβλ. πολεμ ησείω)] … Dictionary of Greek
χειρονομησείω — Α θέλω να κάνω χειρονομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρονομῶ + εφετ. κατάλ. σείω (πρβλ. τιμωρη σείω)] … Dictionary of Greek
χλιδιώ — άω, Α (εφετ. p.) επιθυμώ να ζω με χλιδή, με πολυτέλεια και μαλθακότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χλιδῶ, με κατάλ. ιῶ (πρβλ. μειδ ιῶ)] … Dictionary of Greek