Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐυστέφανος

См. также в других словарях:

  • ευστέφανος — εὐστέφανος, ον (ΑΜ) (A και ἐϋστέφανος, ον ο στολισμένος ωραία με στεφάνι, ο καλά στεφανωμένος (α. «ἐϋστέφανοι θεῶν θυσίαι», Αριστοφ. β. «οὐρανὸν εὐστέφανον τοῑς ἄστρασι γενέσθαι», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. (ως επίθ. θεών, όπως τής Αρτέμιδος, τής… …   Dictionary of Greek

  • εὐστέφανος — well girdled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστέφανος — εὐστέφανος well girdled masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστέφανον — εὐστέφανος well girdled masc/fem acc sg εὐστέφανος well girdled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστέφανον — εὐστέφανος well girdled masc/fem acc sg (epic) εὐστέφανος well girdled neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστεφάνοις — εὐστέφανος well girdled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστεφάνου — εὐστέφανος well girdled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστεφάνων — εὐστέφανος well girdled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστέφανοι — εὐστέφανος well girdled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστεφάνοιο — εὐστέφανος well girdled masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστεφάνοις — εὐστέφανος well girdled masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»