-
1 ετητυμος
2[ἔτυμος с удвоением]1) истинный, верный(μῦθος Hom.)
2) правдивый, говорящий правду(ἄγγελος Hom.; στόμα Eur.)
3) подлинный, настоящий, действительный(νόστος Hom.; κλέος Pind.; χρυσός Theocr.)
См. также в других словарях:
ετήτυμος — ἐτήτυμος, ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. τού έτυμος) (Α) 1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ ἐτήτυμος», Ευρ.) 3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός»,… … Dictionary of Greek
ἐτήτυμος — true masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητύμως — ἐτήτυμος true adverbial ἐτήτυμος true masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήτυμον — ἐτήτυμος true masc/fem acc sg ἐτήτυμος true neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητύμους — ἐτήτυμος true masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήτυμα — ἐτήτυμος true neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήτυμοι — ἐτήτυμος true masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετητυμία — ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) [ετήτυμος] αλήθεια, γνησιότητα … Dictionary of Greek
πανετήτυμος — ον, Α εντελώς αληθής, αληθέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτήτυμος, ποιητ. τ. αντί τού ἔτυμος «αληθής»] … Dictionary of Greek