Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐτυμολογοῦν

См. также в других словарях:

  • ἐτυμολογοῦν — ἐτυμολογέω argue from etymology pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἐτυμολογέω argue from etymology pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού …   Dictionary of Greek

  • άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …   Dictionary of Greek

  • βοντβίλ — (vaudeville). Γαλλικός όρος, που άλλοι ετυμολογούν από τις λέξεις voix de ville (δηλαδή φωνές της πόλης), που χρησιμοποίησε ο Povσάρ ήδη από το 1570 περίπου και σήμαινε ένα τραγούδι λαϊκής έμπνευσης, και άλλοι από τις λέξεις vau de Vire (δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Κουρνά — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 492 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 48 χλμ. ΝΑ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργιουπόλεως. II Λίμνη (1.400 τ. χλμ.) της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»