-
1 ἐτν-ήρυσις
ἐτν-ήρυσις, ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen ( ἀρύω), Ar. Ach. 245; VLL.
-
2 ἐτνήρυσις
ἐτν-ήρυσις, ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen
См. также в других словарях:
έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» … Dictionary of Greek