-
1 ετμάγημεν
-
2 ἐτμάγημεν
См. также в других словарях:
ἐτμάγημεν — τμήγω cut aor ind pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ετμάγημεν
2 ἐτμάγημεν
ἐτμάγημεν — τμήγω cut aor ind pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)