Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐτετιθάσευτο

См. также в других словарях:

  • ἐτετιθάσευτο — τιθασεύω tame plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθασεύω — ΝΜΑ [τιθασός] 1. (σχετικά με ζώα, ιδίως άγρια) εξημερώνω, δαμάζω 2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) υποτάσσω κάποιον στη θέλησή μου, τόν κάνω υποχείριό μου («ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», Ξεν.) αρχ. 1. (σχετικά με φυτά) καλλιεργώ 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»