-
1 ετετιθάσευτο
-
2 ἐτετιθάσευτο
-
3 τιθασεύω
A tame, domesticate, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Pl.R. 589b;τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων X.Mem.4.3.10
:—[voice] Pass.,τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Arist.HA 610a29
, cf. GA 756b22.2 metaph., ;τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.Lib.p.40
O.; τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ. Gal.19.211:—[voice] Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.Oec.7.10
, cf. Pl.Plt. 264a; of a disease, become milder, Ruf. ap. Aët.11.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθασεύω
-
4 χειροήθης
χειρο-ήθης, ες,A accustomed to the hand, manageable, commonly of animals, tame,κροκόδειλος Hdt.2.69
; θεός τις χ., as Cambyses sneeringly calls Apis, Id.3.28;χ.πῶλος X.Eq.2.3
;λέων D.S.1.48
, etc.: c. dat., used to,ἐγχέλεις ἀνθρώποις χ. Plu.2.976a
; [θηρία] χ. γιγνόμενα τοῖς πόνοις, i.e. by training, ib.2f.2 of persons, civilized, Str.11.2.4; amenable, c. dat., μοι χ. ἦν καὶ ἐτιθας (ς) εύετο (fort. ἐτετιθάσευτο ) had become submissive to me, of a person, X. Oec.7.10; ;τῷ δήμῳ Plu.Per.15
;τοῖς [ἐν φιλοσοφίᾳ λεγομένοις] παρέχουσιν ἑαυτοὺς χ. Id.2.14e
; χ. ὕβρει used to it, Luc.Merc.Cond.35: [comp] Comp.,ἡδονῇ -έστερος Jul.Caes. 318a
.3 of things, manageable, tolerable,τῇ διανοία χ. διὰ τῆς ὄψεως Plu.Mar.16
;τὰ ὅπλα τοῖς σώμασιν ἐγίνετο χ. Id.Phil.9
, cf. 2.47b;αὑτῷ χ. καταστησάτω τὸ παθηματικὸν τῆς ψυχῆς μόριον Jul. Or.6.199c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροήθης
См. также в других словарях:
ἐτετιθάσευτο — τιθασεύω tame plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθασεύω — ΝΜΑ [τιθασός] 1. (σχετικά με ζώα, ιδίως άγρια) εξημερώνω, δαμάζω 2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) υποτάσσω κάποιον στη θέλησή μου, τόν κάνω υποχείριό μου («ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», Ξεν.) αρχ. 1. (σχετικά με φυτά) καλλιεργώ 2. παθ.… … Dictionary of Greek