-
1 ετεοδμως
-
2 ἐτεοδμώς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτεοδμώς
-
3 ἐτεοδμώς
ἐτεο-δμώς, ὁ, ein echter, guter Sklave -
4 ἐτεο-δμώς
См. также в других словарях:
ετεοδμώς — ἐτεοδμώς, ῶος, ή ἐτεόδμως, ωος, ὁ (Α) τίμιος, πιστός, δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + δμως «δούλος»] … Dictionary of Greek