-
1 εταρχύσαντο
-
2 ἐταρχύσαντο
См. также в других словарях:
ἐταρχύσαντο — ἐταρχύ̱σαντο , ταρχύω bury solemnly aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εταρχύσαντο
2 ἐταρχύσαντο
ἐταρχύσαντο — ἐταρχύ̱σαντο , ταρχύω bury solemnly aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)