-
1 ετέτρωτο
-
2 ἐτέτρωτο
-
3 τιτρώσκω
τιτρώσκω, fut. τρώσω, perf. pass. τέτρωμαι (s. τρώω, verwandt mit ΤΡΑΩ), verwunden, beschädigen; μή πως οἰνωϑέντες ἀλλήλους τρώσητε, Od. 16, 293; μήπως ἴππους τε τρώσῃς = βλάψῃς, Il. 23, 341; das praes. hat Hom. noch nicht; ἐὰν ϑνήσκοντας ἢ τετρωμένους πύϑησϑε, Aesch. Spt. 224; Ag. 842; αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι, Her. 8, 18; u. übertr., ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν, Eur. Hipp. 392; τρώσει νιν οἶνος, Cycl. 421; ἔτρωσαν πολλὰς τῶν νεῶν, Thuc. 4, 14, wie Pol. 2, 10, 4, u. öfter von Schiffen; τὰ παραδείγματα ἡμᾶς τὰ νῦν δὴ λεχϑέντα οὐδὲν τιτρώσκει, Plat. Phil. 13 c; ἐάν τε εἰς πόλεμον ἄγῃ τρωϑησόμενον ἢ ἀποϑανούμενον, Crit. 51 b; ἐτέτρωτο, Xen. Hell. 7, 4, 23.
-
4 δι-αμπάξ
δι-αμπάξ (VLL. διαπαντός, διόλου, von πήγνυμι?), durch und durch, ganz und gar; δι' αἴας ἰάπτει δ. Aesch. Suppl. 540; vgl. Prom. 65; λαιμῶν δ. ἴτω Eur. Bacch. 992. Oefter bei Sp., bes. διά τινος δ., z. B. Arr. An. 2, 27, 3; Luc. D. Mort. 27, 4. Auch ἐτέτρωτο τὸν μηρὸν διαμπάξ, Xen. Hell. 7, 4, 23.
-
5 διαμπάξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμπάξ
См. также в других словарях:
ἐτέτρωτο — τιτρώσκω wound plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)