Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐσώτερος

См. также в других словарях:

  • ἐσώτερος — innermost masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα …   Dictionary of Greek

  • ἐσωτέρων — ἐσώτερος innermost fem gen pl ἐσώτερος innermost masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσώτερον — ἐσώτερος innermost masc acc sg ἐσώτερος innermost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτέραις — ἐσώτερος innermost fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτέροις — ἐσώτερος innermost masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτέρου — ἐσώτερος innermost masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτέρους — ἐσώτερος innermost masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτέρῳ — ἐσώτερος innermost masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσώτερα — ἐσώτερος innermost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσώτεροι — ἐσώτερος innermost masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»