-
1 εσωτερος
-
2 ἐσώτερος
{прил., 2}срав. ст. от 2080 ( ἔσω): самый внутренний; с р.п. от 2665 ( καταπέτασμα) описывает святыню или Святое Святых.Ссылки: Деян. 16:24; Евр. 6:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐσώτερος
-
3 εσώτερος
{прил., 2}срав. ст. от 2080 ( ἔσω): самый внутренний; с р.п. от 2665 ( καταπέτασμα) описывает святыню или Святое Святых.Ссылки: Деян. 16:24; Евр. 6:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εσώτερος
-
4 εσώτερος
έρα, ον1) более глубокий; 2) внутренний, сокровенный;εσώτέρα διάθεσίς του είναι να... — его сокровенное желание состоит в том, чтобы...
-
5 ἐσώτερος
самый внутренний (см. Деян 16:24, Евр. 6:19) - срав. ст. от ἔσω; с р.п. от καταπέτασμα, описывает святыню или Святое Святых.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐσώτερος
-
6 2082
{прил., 2}срав. ст. от 2080 ( ἔσω): самый внутренний; с р.п. от 2665 ( καταπέτασμα) описывает святыню или Святое Святых.Ссылки: Деян. 16:24; Евр. 6:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2082
См. также в других словарях:
ἐσώτερος — innermost masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα … Dictionary of Greek
ἐσωτέρων — ἐσώτερος innermost fem gen pl ἐσώτερος innermost masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσώτερον — ἐσώτερος innermost masc acc sg ἐσώτερος innermost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέραις — ἐσώτερος innermost fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέροις — ἐσώτερος innermost masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέρου — ἐσώτερος innermost masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέρους — ἐσώτερος innermost masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτέρῳ — ἐσώτερος innermost masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσώτερα — ἐσώτερος innermost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσώτεροι — ἐσώτερος innermost masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)